χηρείας

χηρείας
χηρείᾱς , χήρειος
widowed
fem acc pl
χηρείᾱς , χήρειος
widowed
fem gen sg (attic doric aeolic)
χηρείᾱς , χηρεία
widowhood
fem acc pl
χηρείᾱς , χηρεία
widowhood
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • вьдовьствиѥ — ВЬДОВЬСТВИ|Ѥ (1*), ˫А с. Вдовство: стѹдъ вѣчныи забѹдеши, и поношень<ѥ> вдовьстви˫а своѥ(г) не въспомѩнеши (τῆς χηρείας) ГА XIII–XIV, 204г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταχηρεύω — (AM) μσν. στερούμαι, ορφανεύω αρχ. περνώ τη ζωή μου σε κατάσταση χηρείας, είμαι χήρος …   Dictionary of Greek

  • χηραιότης — ότητος, ἡ, Α η κατάσταση τής χηρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *χηραῖος, κατά το γεραιότης] …   Dictionary of Greek

  • χηρεία — η, ΝΜΑ, και χηρειά και χηριά Ν, και χηρία, και ιων. τ. χηρείη, Α [χήρα] 1. η κατάσταση τού χήρου ή τής χήρας νεοελλ. 1. μτφ. (για υπούργημα, αξίωμα, θέση) το να μένει κάτι κενό, το να μην αναπληρώνεται κάτι («η χηρεία τής προεδρίας») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • χηρικός — ή, όν, ΜΑ [χήρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χήρο ή στην χήρα μσν. το ουδ. ως ουσ. βλ. χηρικόν. επίρρ... χηρικῶς Μ από άποψη ή κατά τον τρόπο χηρείας …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”